- πύλος
- πύλος: ἐν πύλῳ, Il. 5.397†, explained by those who prefer not to read ἐν Πύλῳ as in the gateway, i. e. at the gates of Hades.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Πύλος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύλος — Με το όνομα αυτό αναφέρονται τρεις πόλεις: μία της μυκηναϊκής εποχής, μία των κλασικών χρόνων και μία σύγχρονη. 1. Μυκηναϊκή Π. Είναι η πόλη του ομηρικού Νέστορα, του οποίου η δύναμη και η δόξα δεν είχαν σχεδόν τίποτα να ζηλέψουν από τη δόξα και… … Dictionary of Greek
Πύλος — Sp Pilas Ap Πύλος/Pylos L P Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Ἔνθα πολλοὶ πτύουσι, πυλὸς ἐκεῖ γίνεται… — См. По капельке море, по зернышку ворох … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Pilos — Πύλος Pilos … Wikipedia Español
Πύλοι — Πύλος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύλοι — πύλος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πύλοιο — Πύλος masc/fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύλοιο — πύλος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πύλον — Πύλος masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)